Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Recon
01
αναγνώριση, διερεύνηση
a preliminary investigation or survey to gather information
Παραδείγματα
The team did some recon before entering the building.
Η ομάδα έκανε κάποια αναγνώριση πριν μπει στο κτίριο.
He suggested a recon of the neighborhood before the meeting.
Πρότεινε μια αναγνώριση της γειτονιάς πριν από τη συνάντηση.



























