Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
reconcilable
01
συμβιβαστός
(of disagreements or differences) able to be settled
Λεξικό Δέντρο
irreconcilable
unreconcilable
reconcilable
reconcile
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
συμβιβαστός
Λεξικό Δέντρο