Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
splurgy
01
σπάταλος, δαπανηρός
involving indulgent spending
Παραδείγματα
We went out for a splurgy dinner last night.
Βγήκαμε για ένα δαπανηρό δείπνο χθες το βράδυ.
That vacation was a bit too splurgy for my budget.
Αυτές οι διακοπές ήταν λίγο πολύ δαπανηρές για τον προϋπολογισμό μου.



























