Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
shelled
01
εξαντλημένος, ξεπέρασε τα όριά του
(cycling) exhausted and unable to keep up, having depleted one's energy reserves
Παραδείγματα
He was completely shelled after the last hill.
Ήταν εντελώς εξαντλημένος μετά τον τελευταίο λόφο.
She felt shelled by the end of the race.
Αισθάνθηκε εξαντλημένη στο τέλος του αγώνα.



























