Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to crap out
01
αποτυγχάνω παταγωδώς, κάνω μεγάλο λάθος
to fail badly or blunder, especially unexpectedly
Παραδείγματα
The team always craps out when under pressure.
Η ομάδα αποτυγχάνει πάντα υπό πίεση.
If they do n't practice, they'll crap out in the finals.
Αν δεν κάνουν προπόνηση, θα αποτύχουν παταγωδώς στον τελικό.



























