Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Swolemate
01
συνεργάτης προπόνησης, σύντροφος γυμναστηρίου
a fitness partner, often referring to a romantic partner who trains together
Παραδείγματα
She found her swolemate at the gym.
Βρήκε τον swolemate της στο γυμναστήριο.
They're swolemates, hitting every workout together.
Είναι συνεργάτες προπόνησης, κάνουν κάθε προπόνηση μαζί.



























