Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Leg day
01
μέρα ποδιών, προπόνηση ποδιών
a workout session focused on the lower body, often joked about or dreaded due to its intensity
Παραδείγματα
I can barely walk; leg day was brutal.
Με δυσκολία περπατώ· η μέρα των ποδιών ήταν βάναυση.
He hates leg day but knows it's important.
Μισεί την ημέρα των ποδιών αλλά ξέρει ότι είναι σημαντική.



























