Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
smol
01
μικρούλης, μικρούτσικος
a playful or affectionate way to describe something or someone as small and cute
Παραδείγματα
Look at that smol puppy; it's adorable!
Κοίτα εκείνο το smol κουτάβι· είναι αξιολάτρευτο!
She made a smol cake just for the party.
Έκανε ένα smol κέικ μόνο για το πάρτι.



























