Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Kiki
01
μια ζωντανή συζήτηση, μια συγκέντρωση για κουτσομπολιά
a social gathering for gossip or a lively chat
Παραδείγματα
That kiki lasted all night with laughter and stories.
Αυτό το kiki διήρκεσε όλη τη νύχτα με γέλια και ιστορίες.
Everyone looked forward to the weekend kiki at her place.
Όλοι ανυπομονούσαν για το kiki στο σπίτι της.



























