Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Miss Thing
01
Δεσποινίς Πράγμα, Κυρία Πράγμα
a confident, fabulous person, often used in camp or queer contexts
Παραδείγματα
That Miss Thing walked into the room and immediately owned it.
Miss Thing μπήκε στο δωμάτιο και αμέσως το κυρίευσε.
Everyone knew she's a Miss Thing from her bold outfit and attitude.
Όλοι ήξεραν ότι είναι μια Miss Thing από τη γκαρντρόμπα και τη στάση της.



























