Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to dehort
01
αποθαρρύνω αποφασιστικά, συστήνω επίμονα να μην κάνει
to strongly discourage someone from doing something
Παραδείγματα
The teacher dehorted the students from cheating on the exam.
Ο δάσκαλος απέτρεψε τους μαθητές από το να κλέψουν στις εξετάσεις.
The coach dehorted the team from underestimating their opponents.
Ο προπονητής απέτρεψε την ομάδα από το να υποτιμήσει τους αντιπάλους της.



























