Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
aggrieved
01
παθών, πικραμένος
feeling resentment or injustice, often due to unfair treatment or perceived wrongs
Παραδείγματα
An aggrieved parent lodged a formal complaint.
Ένας πληγωμένος γονέας υπέβαλε επίσημη καταγγελία.
He sounded genuinely aggrieved during the interview.
Ακουγόταν πραγματικά πληγωμένος κατά τη διάρκεια της συνέντευξης.



























