Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Recreation ground
01
χώρος αναψυχής, παιδική χαρά
an open public area of land used for sports, games, or outdoor activities
Παραδείγματα
Children were playing football on the recreation ground.
Τα παιδιά έπαιζαν ποδόσφαιρο στο πάρκο αναψυχής.
The recreation ground is busy on sunny weekends.
Ο χώρος αναψυχής είναι πολυσύχναστος τις ηλιόλουστες σαββατοκύριακες.



























