Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to dewater
01
αφυδατώνω, αφαιρώ το νερό
to remove water from something like sediment, waste, or other materials
Παραδείγματα
The workers dewater the construction site before building.
Οι εργάτες αφυδατώνουν το εργοτάξιο πριν από την οικοδόμηση.
Engineers dewatered the tunnel to continue digging.
Οι μηχανικοί αφύγραναν το τούνελ για να συνεχίσουν το σκάψιμο.
Λεξικό Δέντρο
dewater
water



























