Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Dexterity
01
επιδεξιότητα, ευκινησία
the ability to use one's hands or body skillfully and quickly to perform tasks
Παραδείγματα
His dexterity with a paintbrush is remarkable.
Η επιδεξιότητα του με το πινέλο είναι αξιοσημείωτη.
She showed impressive dexterity in assembling the intricate model.
Επέδειξε εντυπωσιακή επιδεξιότητα στη συναρμολόγηση του περίπλοκου μοντέλου.
Λεξικό Δέντρο
dexterity
dexter



























