Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Prospecting
01
εξερεύνηση, αναζήτηση
the act of searching for valuable things like minerals, oil, or opportunities
Παραδείγματα
Gold prospecting was common during the 1800s.
Η έρευνα για χρυσό ήταν κοινή κατά τη διάρκεια του 1800.
The company sent a team out for oil prospecting.
Η εταιρεία έστειλε μια ομάδα για αναζήτηση πετρελαίου.
Λεξικό Δέντρο
prospecting
prospect



























