Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to proselytize
01
προσηλυτίζω, επιχειρώ να προσηλυτίσω
to attempt to persuade a person into accepting one's beliefs, particularly political or religious ones
Παραδείγματα
The missionaries proselytize in various communities to spread their religious beliefs.
Οι ιεραπόστολοι προσηλυτίζουν σε διάφορες κοινότητες για να διαδώσουν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις.
The activist proselytized for his political party during the election campaign.
Ο ακτιβιστής προσηλύτισε για το πολιτικό του κόμμα κατά τη διάρκεια της εκστρατείας.
Λεξικό Δέντρο
proselytize
proselyte



























