Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Clincher
01
εργαλείο για στερέωση καρφιών, εργαλείο για στερέωση πριτσινιών
a tool used to clinch nails or bolts or rivets
02
καθοριστικό επιχείρημα, οριστική απόδειξη
a point or fact or remark that settles something conclusively
03
καθοριστικό επιχείρημα, αποδεικτικό στοιχείο
a fact, remark, or action that settles a dispute decisively
Λεξικό Δέντρο
clincher
clinch



























