Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Cleaning
01
καθαρισμός, σκούπισμα
the action or process of making something, especially inside a house, etc. clean
Παραδείγματα
After the party, the kitchen needed a deep cleaning.
Μετά το πάρτι, η κουζίνα χρειαζόταν μια βαθιά καθαριότητα.
I prefer doing the cooking to the cleaning.
Προτιμώ να μαγειρεύω παρά να καθαρίζω.
Λεξικό Δέντρο
cleaning
clean



























