clean-cut
Pronunciation
/klˈiːnkˈʌt/
British pronunciation
/klˈiːnkˈʌt/

Ορισμός και σημασία του "clean-cut"στα αγγλικά

01

καθαρός, συμβατικός

neat and conventional appearance, hairstyle, or behavior
example
Παραδείγματα
The clean‑cut student wore a crisp shirt and polished shoes.
Ο καθαρισμένος φοιτητής φορούσε μια τραγανή μπλούζα και γυαλιστερά παπούτσια.
His clean‑cut image appealed to conservative voters.
Η καθαρή εικόνα του άρεσε στους συντηρητικούς ψηφοφόρους.
02

καλά καθορισμένο, σαφές

sharply defined, clear, and easy to perceive with the senses
example
Παραδείγματα
The mountain's clean‑cut outline stood against the sky.
Το καθαρό περίγραμμα του βουνού ξεχώριζε ενάντια στον ουρανό.
His voice had a clean‑cut tone that carried across the room.
Η φωνή του είχε έναν σαφή τόνο που ακουγόταν σε όλο το δωμάτιο.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store