Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
clean-shaven
01
καθαρά ξυρισμένος, πρόσφατα ξυρισμένος
(of a man) with a recently shaved beard or moustache
Παραδείγματα
He arrived at the meeting looking clean-shaven and professional.
Έφτασε στη συνάντηση φαινόμενος καθαρά ξυρισμένος και επαγγελματικός.
Many companies prefer a clean-shaven look for their employees.
Πολλές εταιρείες προτιμούν μια καθαρά ξυρισμένη εμφάνιση για τους υπαλλήλους τους.



























