Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
aflicker
01
τρεμοπαίζων, φλογερός
(of a light or flame) flickering quickly and unevenly
Παραδείγματα
The aflicker lights of the city made the skyline appear alive at night.
Τα τρεμοπαίζοντα φώτα της πόλης έκαναν τον ορίζοντα να φαίνεται ζωντανός τη νύχτα.
The aflicker glow from the lanterns guided them through the dark forest.
Η τρεμοπαγή λάμψη των φαναριών τους οδήγησε μέσα από το σκοτεινό δάσος.



























