LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Circumcise
/sˈɜːkəmsˌaɪz/
/ˈsɝkəmˌsaɪz/
Verb (2)
Ορισμός και Σημασία του "circumcise"
to circumcise
ΡΉΜΑ
01
περιτέμνω
to cut off the foreskin of a boy's or man's penis as a religious rite, particularly in Islam and Judaism
02
περιτέμνω
cut the skin over the clitoris
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App