Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Circumcision
01
περιτομή, κυκλοτομή
the surgical removal of the protecting loose skin of a male's penis
Λεξικό Δέντρο
circumcision
circumcise
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
περιτομή, κυκλοτομή
Λεξικό Δέντρο