Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Childhood
01
παιδική ηλικία, νηπιακή ηλικία
the period or time of being a child, characterized by significant physical and emotional growth
Παραδείγματα
Sarah cherished the memories of her childhood spent playing in the backyard with her siblings.
Η Σάρα πολύτιζε τις αναμνήσεις από την παιδική της ηλικία που πέρασε παίζοντας στην πίσω αυλή με τα αδέρφια της.
Tom 's childhood was filled with adventure and exploration as he roamed the forests near his home.
Η παιδική ηλικία του Τομ ήταν γεμάτη περιπέτεια και εξερεύνηση καθώς περιπλανιόταν στα δάση κοντά στο σπίτι του.
02
παιδική ηλικία
the state of being a child
Λεξικό Δέντρο
childhood
child



























