Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Childminder
01
παιδοκόμος, μπειμπισιτερίστρια
a person who looks after children, usually in their own home, as a paid job
Dialect
British
Παραδείγματα
They hired a childminder to take care of their kids during work hours.
Προσέλαβαν μια παιδοκόμο για να φροντίζει τα παιδιά τους κατά τις ώρες εργασίας.
The childminder ensures the children are safe and entertained.
Ο παιδοκόμος διασφαλίζει ότι τα παιδιά είναι ασφαλή και ψυχαγωγημένα.
Λεξικό Δέντρο
childminder
child
minder



























