Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
affectedly
01
επιτηδευμένα, τεχνητά
in a way that is artificial, insincere, or pretentious
Παραδείγματα
She spoke affectedly, as if trying too hard to sound refined.
Μίλησε επιτηδευμένα, σαν να προσπαθούσε πολύ να ακούγεται εκλεπτυσμένη.
He affectedly adjusted his glasses and sighed, hoping to seem intellectual.
Προσποιητά ρύθμισε τα γυαλιά του και αναστέναξε, ελπίζοντας να φανεί διανοούμενος.
Λεξικό Δέντρο
affectedly
affected
affect



























