Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
stagily
01
θεατρικά, επιτηδευμένα
in a way that is overly theatrical or unnatural, as if performed on a stage
Παραδείγματα
He stagily clutched his chest and collapsed onto the couch.
Θεατρικά άρπαξε το στήθος του και κατέρρευσε στον καναπέ.
She stagily recited the lines, missing the emotional nuance.
Απαγγείλε τις γραμμές θεατρικά, χάνοντας τη συναισθηματική απόχρωση.
Λεξικό Δέντρο
stagily
stagy
stage



























