Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
chatty
01
ομιλητικός, φλύαρος
full of trivial or nonessential details in conversation
Παραδείγματα
The chatty child kept asking questions.
Το φλύαρο παιδί συνέχιζε να κάνει ερωτήσεις.
She became chatty after meeting her old friend.
Έγινε ομιλητική αφού συνάντησε τον παλιό της φίλο.
02
ομιλητικός, φλύαρος
prone to friendly informal communication
Λεξικό Δέντρο
chattily
chatty
chat



























