cessation
ce
ˌsɛ
σε
ssa
ˈseɪ
σει
tion
ʃən
σαν
British pronunciation
/sɛsˈe‍ɪʃən/

Ορισμός και σημασία του "cessation"στα αγγλικά

01

διακοπή, παύση

a process or fact of ceasing
cessation definition and meaning
example
Παραδείγματα
The workers protested until the cessation of unfair labor practices was officially recognized.
Οι εργαζόμενοι διαμαρτυρήθηκαν μέχρι να αναγνωριστεί επίσημα η διακοπή των άδικων εργασιακών πρακτικών.
She announced the cessation of her social media activity after feeling overwhelmed by the attention.
Ανακοίνωσε τη διακοπή της δραστηριότητάς της στα κοινωνικά δίκτυα μετά από αίσθηση συντριβής από την προσοχή.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store