Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Certitude
01
βεβαιότητα
the feeling of complete certainty
Παραδείγματα
She spoke with certitude about the accuracy of her research findings.
Μίλησε με βεβαιότητα για την ακρίβεια των ερευνητικών της αποτελεσμάτων.
The scientist expressed certitude in the success of the new experiment.
Ο επιστήμονας εξέφρασε βεβαιότητα για την επιτυχία του νέου πειράματος.
Λεξικό Δέντρο
incertitude
certitude



























