Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
centrally
01
κεντρικά, στο κέντρο
in or toward a location that is at or near the center
Παραδείγματα
The fountain was centrally positioned in the plaza.
Η βρύση ήταν τοποθετημένη κεντρικά στην πλατεία.
The table 's centrally placed vase became the room's focal point.
Το βάζο που τοποθετήθηκε κεντρικά στο τραπέζι έγινε το κύριο σημείο του δωματίου.
1.1
κεντρικά, σε εύκολα προσβάσιμη τοποθεσία
in an easily accessible location
Παραδείγματα
The hotel is centrally located near all major attractions.
Το ξενοδοχείο βρίσκεται κεντρικά κοντά σε όλα τα κύρια αξιοθέατα.
The apartment is centrally situated for commuting.
Το διαμέρισμα βρίσκεται κεντρικά για μετακινήσεις.
02
κεντρικά, με πρωταρχική σημασία
with primary importance
Παραδείγματα
Education is centrally important to national development.
Η εκπαίδευση είναι κεντρικά σημαντική για την εθνική ανάπτυξη.
Trust remains centrally crucial in any relationship.
Η εμπιστοσύνη παραμένει κεντρικά κρίσιμη σε οποιαδήποτε σχέση.
2.1
κεντρικά, με κεντρικό τρόπο
by a central authority or system
Παραδείγματα
Payroll is processed centrally by headquarters.
Ο μισθολογικός λογαριασμός επεξεργάζεται κεντρικά από την έδρα.
The network is managed centrally for efficiency.
Το δίκτυο διαχειρίζεται κεντρικά για αποτελεσματικότητα.
Λεξικό Δέντρο
centrally
central
centr



























