Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
centralized
01
κεντρικός, συγκεντρωτικός
having control or decision-making concentrated in a single location or authority
Παραδείγματα
The company implemented a centralized management structure, with all key decisions made by the headquarters.
Η εταιρεία εφάρμοσε μια κεντρική δομή διαχείρισης, με όλες τις σημαντικές αποφάσεις να λαμβάνονται από την έδρα.
The government 's decision to implement a centralized healthcare system aimed to streamline services and improve efficiency.
Η απόφαση της κυβέρνησης να εφαρμόσει ένα κεντρικό σύστημα υγείας είχε ως στόχο την απλοποίηση των υπηρεσιών και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας.
Λεξικό Δέντρο
decentralized
centralized
centralize
central
centr



























