Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
categorically
01
κατηγορηματικά, απολύτως
in a definite, clear, and explicit manner
Παραδείγματα
The company 's spokesperson categorically denied the allegations of wrongdoing.
Ο εκπρόσωπος της εταιρείας κατηγορηματικά αρνήθηκε τις κατηγορίες για αδικήματα.
The professor stated categorically that the exam would not be rescheduled.
Ο καθηγητής δήλωσε κατηγορηματικά ότι η εξέταση δεν θα επαναπρογραμματιστεί.
02
κατηγορηματικά
in an unqualified manner
Λεξικό Δέντρο
categorically
categorical



























