Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
catchy
01
ευχάριστος, αξιομνημόνευτος
(of a song or phrase) having a memorable and appealing quality
Παραδείγματα
The catchy tune of the song stayed in her head all day.
Η ευχάριστη μελωδία του τραγουδιού της έμεινε στο μυαλό όλη την ημέρα.
He whistled a catchy melody as he walked down the street.
Σφύριξε μια ευχάριστη μελωδία ενώ περπατούσε στον δρόμο.
02
παραπλανητικός, με κρυφή δυσκολία
having concealed difficulty
Λεξικό Δέντρο
catchy
catch



























