Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Adultery
01
μοιχεία, απιστία
sexual intercourse involving a married person and someone other than their spouse
Παραδείγματα
Despite their vows of fidelity, she discovered evidence of her husband 's adultery with a coworker.
Παρά τους όρκους πίστης τους, ανακάλυψε αποδείξεις για την μοιχεία του συζύγου της με έναν συνάδελφο.
In the eyes of the law, adultery can be grounds for divorce in many jurisdictions.
Στα μάτια του νόμου, η μοιχεία μπορεί να αποτελέσει λόγο διαζυγίου σε πολλές δικαιοδοσίες.
Λεξικό Δέντρο
adulterant
adulterous
adultery



























