Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to caress
01
χαϊδεύω, αγγίζω με αγάπη
to touch in a gentle and loving way
Transitive: to caress sth
Παραδείγματα
He reached out to caress her cheek, expressing his love.
Έτεινε το χέρι του για να χαϊδέψει το μάγουλό της, εκφράζοντας την αγάπη του.
The cat purred contentedly as she caressed its fur.
Η γάτα γουργούριζε ευχαριστημένα καθώς αυτή χάιδευε το τρίχωμά της.
Caress
01
χάδι, τρυφερό χάδι
a gentle affectionate stroking (or something resembling it)
Λεξικό Δέντρο
caressing
caress



























