Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Caretaker
01
φύλακας, κηδεμόνας
someone hired to oversee and care for a property, person, or group
Παραδείγματα
As a caretaker of the historic building, she ensures its preservation and upkeep.
Ως φύλακας του ιστορικού κτιρίου, διασφαλίζει τη διατήρηση και τη συντήρησή του.
The family hired a caretaker to help their loved one with mobility challenges.
Η οικογένεια προσέλαβε έναν φροντιστή για να βοηθήσει τον αγαπημένο τους με προβλήματα κινητικότητας.
02
προσωρινός υπεύθυνος, προσωρινός διαχειριστής
an official who performs the duties of an office temporarily
Λεξικό Δέντρο
caretaker
care
taker



























