Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Adsorption
01
προσρόφηση, η προσρόφηση
the process by which molecules of a substance adhere to the surface of a solid or liquid, forming a thin film or layer
Παραδείγματα
Activated charcoal is known for its high adsorption capacity, making it effective in purifying water and air.
Ο ενεργός άνθρακας είναι γνωστός για την υψηλή του ικανότητα προσρόφησης, καθιστώντας τον αποτελεσματικό στον καθαρισμό νερού και αέρα.
The adsorption of gases onto metal surfaces is a critical step in catalytic converters used in automobiles.
Η προσρόφηση των αερίων στις μεταλλικές επιφάνειες είναι ένα κρίσιμο βήμα στους καταλυτικούς μετατροπείς που χρησιμοποιούνται στα αυτοκίνητα.
Λεξικό Δέντρο
adsorption
adsorb



























