adsorption
ad
əd
αντ
sorp
ˈsɔrp
σορπ
tion
ʃən
σαν
British pronunciation
/ɐdsˈɔːpʃən/

Ορισμός και σημασία του "adsorption"στα αγγλικά

01

προσρόφηση, η προσρόφηση

the process by which molecules of a substance adhere to the surface of a solid or liquid, forming a thin film or layer
example
Παραδείγματα
Activated charcoal is known for its high adsorption capacity, making it effective in purifying water and air.
Ο ενεργός άνθρακας είναι γνωστός για την υψηλή του ικανότητα προσρόφησης, καθιστώντας τον αποτελεσματικό στον καθαρισμό νερού και αέρα.
The adsorption of gases onto metal surfaces is a critical step in catalytic converters used in automobiles.
Η προσρόφηση των αερίων στις μεταλλικές επιφάνειες είναι ένα κρίσιμο βήμα στους καταλυτικούς μετατροπείς που χρησιμοποιούνται στα αυτοκίνητα.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store