Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to adsorb
01
προσροφώ, απορροφώ επιφανειακά
to take in a liquid, gas, or other substance from the surface chemically or physically
Λεξικό Δέντρο
adsorbable
adsorbent
adsorption
adsorb
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
προσροφώ, απορροφώ επιφανειακά
Λεξικό Δέντρο