Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
adroit
01
επιδέξιος, έμπειρος
quick, skillful or adept in action or thought
Παραδείγματα
The adroit chess player quickly outmaneuvered his opponent with a clever strategy.
Ο επιδέξιος παίκτης σκακιού ξεπέρασε γρήγορα τον αντίπαλό του με μια έξυπνη στρατηγική.
She was adroit at solving complex problems, often finding solutions that others overlooked.
Ήταν επιδέξια στην επίλυση πολύπλοκων προβλημάτων, βρίσκοντας συχνά λύσεις που άλλοι αγνοούσαν.
Λεξικό Δέντρο
adroitly
adroitness
adroit



























