Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
adoringly
01
λατρευτικά, με λατρεία
in a way that shows deep love, admiration, or devotion
Παραδείγματα
She looked adoringly at her newborn baby.
Κοίταξε με λατρεία το νεογέννητο μωρό της.
The grandmother listened adoringly as her grandson shared his story.
Η γιαγιά άκουγε με λατρεία καθώς ο εγγονός της μοιραζόταν την ιστορία του.
Λεξικό Δέντρο
adoringly
adoring
adore



























