Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
adorable
01
αξιολάτρευτος, γοητευτικός
incredibly cute or charming, often causing feelings of affection, delight, or admiration
Παραδείγματα
The adorable baby giggled and cooed, bringing joy to everyone around.
Το αξιολάτρευτο μωρό γέλασε και κούγκουνε, φέρνοντας χαρά σε όλους γύρω.
The adorable kitten curled up in a ball and purred contentedly in its owner's lap.
Το αξιολάτρευτο γατάκι κουλουριάστηκε σε μια μπάλα και γουργούριζε ευχαριστημένο στην αγκαλιά του ιδιοκτήτη του.



























