Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Buyer
01
αγοραστής, ακουαϊέρ
a person who wants to buy something, usually an expensive item
Παραδείγματα
The buyer inspected the car before making the purchase.
Ο αγοραστής επιθεώρησε το αυτοκίνητο πριν από την αγορά.
She is the buyer for a major retail store.
Είναι ο αγοραστής για ένα μεγάλο κατάστημα λιανικής.



























