Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
adequately
01
επαρκώς, ικανοποιητικά
to a degree that is enough or satisfactory for a particular purpose
Παραδείγματα
The team was adequately prepared for the challenging competition.
Η ομάδα ήταν επαρκώς προετοιμασμένη για τον απαιτητικό διαγωνισμό.
The instructions were provided adequately, ensuring everyone understood the task.
Οι οδηγίες παρέχονταν επαρκώς, διασφαλίζοντας ότι όλοι κατάλαβαν την εργασία.
Λεξικό Δέντρο
inadequately
adequately
adequate
adequ



























