Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
adept
01
επιδέξιος, ικανός
highly skilled, proficient, or talented in a particular activity or field
Παραδείγματα
She is an adept pianist, captivating audiences with her virtuoso performances.
Είναι μια επιδέξια πιανίστρια, που γοητεύει το κοινό με τις βιρτουόζικες ερμηνείες της.
His adept handling of difficult situations earned him a reputation as a skilled crisis manager.
Η επιδέξια διαχείρισή του των δύσκολων καταστάσεων του χάρισε τη φήμη ενός επιδέξιου διαχειριστή κρίσεων.
Adept
01
ειδικός, μαέστρος
a person who possesses exceptional skill in a particular area, often to the point of impressing others
Παραδείγματα
She's an adept at negotiation, able to turn even hostile meetings into productive dialogue.
Είναι εξπέρ στη διαπραγμάτευση, ικανή να μετατρέψει ακόμη και εχθρικές συναντήσεις σε παραγωγικό διάλογο.
The pianist was a true adept, captivating the audience with flawless technique.
Ο πιανίστας ήταν ένας αληθινός άδεπτος, που γοήτευε το κοινό με άψογη τεχνική.
Λεξικό Δέντρο
adeptness
adept



























