Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Burgoo
01
ένα πηχτό και πολύ καρυκευμένο στιφάδο, μια πηχτή και πολύ καρυκευμένη σούπα
a thick and highly seasoned stew or soup, typically made with a variety of meats and vegetables, and often served at outdoor gatherings and events
02
κουάκερ, πορτζ του βρώμου
porridge made of rolled oats
03
μια συγκέντρωση στην οποία σερβίρεται βραστό burgoo, μια συνάντηση με δοκιμασία burgoo
a gathering at which burgoo stew is served



























