Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to bump off
[phrase form: bump]
01
ξεφορτώνομαι, σκοτώνω
to kill someone, typically in a deliberate, sudden, or violent manner
Παραδείγματα
The mob boss ordered his men to bump off the traitor.
Ο αρχηγός της μαφίας διέταξε τους άνδρες του να ξεφορτωθούν τον προδότη.
In the movie, the villain tried to bump off the hero's partner.
Στην ταινία, ο κακός προσπάθησε να ξεφορτωθεί τον συνεργάτη του ήρωα.
02
αποσυνδέομαι, πετιέμαι έξω
to lose connection to the Internet suddenly
Παραδείγματα
During peak hours, multiple users may be bumped off due to heavy traffic on the network.
Κατά τις ώρες αιχμής, πολλοί χρήστες μπορεί να αποσυνδεθούν λόγω του υψηλού κύκλου εργασιών του δικτύου.
System updates can occasionally bump off users for a short period.
Οι ενημερώσεις του συστήματος μπορούν περιστασιακά να αποσυνδέσουν τους χρήστες για μια σύντομη περίοδο.



























