Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Broiling
01
ψήσιμο, μέθοδος ψησίματος
a cooking method that involves exposing food to heat, often over a fire or under a grill
Παραδείγματα
The chef used the broiling method to quickly cook the steak, resulting in a deliciously seared exterior.
Ο σεφ χρησιμοποίησε τη μέθοδο ψησίματος για να μαγειρέψει γρήγορα τη μπριζόλα, με αποτέλεσμα ένα εξωτερικό με υπέροχη κρούστα.
Salmon fillets were prepared by broiling, creating a flavorful crust while keeping the inside moist.
Τα φιλέτα σολομού παρασκευάστηκαν με ψήσιμο στη σχάρα, δημιουργώντας μια γευστική κρούστα ενώ διατηρούσαν το εσωτερικό υγρό.
Λεξικό Δέντρο
broiling
broil



























