LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Briefless
/bɹˈiːfləs/
/bɹˈiːfləs/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "briefless"
briefless
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
(of lawyers or barristers) lacking clients
word family
brief
brief
Noun
briefless
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
briefing
briefcase computer
briefcase bomb
briefcase
brief
briefly
briefness
briefs
brier-wood
brierwood
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App